PanLinx

ελληνικάell-000κάταγμα
ελληνικάell-000καταγματα
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάγνυμι
ελληνικάell-000καταγοητεύω
ελληνικάell-000κατάγομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάγομαι
ελληνικάell-000κατά γράμμα
ελληνικάell-000καταγραφέας
ελληνικάell-000καταγραφέας δεδομένων
ελληνικάell-000καταγραφέας ήχων
ελληνικάell-000καταγραφή
ελληνικάell-000καταγραφή διεργασιών
ελληνικάell-000καταγραφή εκκίνησης
ελληνικάell-000καταγραφή εμπορευμάτων
ελληνικάell-000καταγραφή/καταχώρηση
ελληνικάell-000καταγραφή συμβάντων
ελληνικάell-000καταγραφικό μηχάνημα
ελληνικάell-000καταγραφικός
ελληνικάell-000καταγράφομαι
ελληνικάell-000καταγράφω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταγράφω
ελληνικάell-000καταγράφω με μηχανή στενογραφίας
ελληνικάell-000καταγράφω με στενογραφία
ελληνικάell-000καταγράφων
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάγω
ελληνικάell-000καταγωγή
ελληνικάell-000καταγώγιο
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταγωνίζομαι
ελληνικάell-000καταγώνιο
ελληνικάell-000καταδαγκώνω
τσακώνικαtsd-001καταδαίσου
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδακρύω
ελληνικάell-000καταδαμάζω
ελληνικάell-000καταδαπάνηση
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδεής
ελληνικάell-000καταδεικνύω
ελληνικάell-000κατά δεκάδες
ελληνικάell-000κατά δεκατετραήμερο
ελληνικάell-000καταδεκτικός
ελληνικάell-000καταδεκτικότης
ελληνικάell-000καταδεκτικότητα
ελληνικάell-000κατά δεύτερο λόγο
ελληνικάell-000κατα δεύτερον
ελληνικάell-000καταδέχομαι
τσακώνικαtsd-001καταδεχούμενε
ελληνικάell-000καταδεχτικός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδέω
ελληνικάell-000κατάδηλος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάδηλος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάδημα
ελληνικάell-000κατά διαβόλου
ελληνικάell-000κατά διαόλου
ελληνικάell-000κατά διαστήματα
ελληνικάell-000κατά διαταγή
ελληνικάell-000καταδίδω
ελληνικάell-000καταδικάζομαι
τσακώνικαtsd-001καταδικάζου
ελληνικάell-000καταδικάζω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδικάζω
ελληνικάell-000καταδικαζω
ελληνικάell-000καταδικάζων
ελληνικάell-000καταδικάζω σε πείνα
ελληνικάell-000καταδικάσιμα
ελληνικάell-000καταδικάσιμος
ελληνικάell-000καταδικασμένος
ελληνικάell-000καταδικαστέος
ελληνικάell-000καταδικαστική απόφαση
ελληνικάell-000καταδικαστική απόφαση/καταδίκη
ελληνικάell-000καταδικαστικός
ελληνικάell-000καταδίκη
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδίκη
ελληνικάell-000καταδίκη εις θάνατον
ελληνικάell-000καταδίκη με αναστολή
ελληνικάell-000καταδίκη σε θάνατο
ελληνικάell-000κατάδικος
ελληνικάell-000κατάδικος απολυθείς δοκιμαστικώς
ελληνικάell-000κατάδικος διά βίου
ελληνικάell-000καταδίνω
ελληνικάell-000καταδιώκομαι
ελληνικάell-000καταδιωκόμενος
ελληνικάell-000καταδιώκτης
ελληνικάell-000καταδιωκτικό
ελληνικάell-000καταδιωκτικό αεροπλάνο
ελληνικάell-000καταδιωκτικός
ελληνικάell-000καταδιώκω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδιώκω
ελληνικάell-000καταδιώκω ξανά κάποιον
ελληνικάell-000καταδιώξει
ελληνικάell-000καταδίωξη
ελληνικάell-000καταδολιεύομαι
ελληνικάell-000καταδολίευση
ελληνικάell-000κατάδοση
ελληνικάell-000καταδότης
ελληνικάell-000καταδοτικός
ελληνικάell-000καταδότρια
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδουλόω
ελληνικάell-000καταδρομέας
ελληνικάell-000καταδρομείς
ελληνικάell-000καταδρομή
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδρομή
ελληνικάell-000καταδρομικό
ελληνικάell-000καταδρομικό μάχης
ελληνικάell-000καταδυνάστευση
ελληνικάell-000καταδυναστευτικός
ελληνικάell-000καταδυναστεύω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταδυναστεύω
ελληνικάell-000καταδύομαι
ελληνικάell-000καταδύσεις
ελληνικάell-000κατάδυση
ελληνικάell-000καταδυτικό κουδούνι
ελληνικάell-000καταδυτικός
ελληνικάell-000καταδυτικός κώδων
ελληνικάell-000κατάδυτος
ελληνικάell-000καταδύω
ελληνικάell-000κατά δω
ελληνικάell-000κατά εκατοντάδες
ελληνικάell-000κατά εκτίμηση
ελληνικάell-000κατά εναντίον
ελληνικάell-000καταζήτηση
ελληνικάell-000καταζητούμαι
ελληνικάell-000καταζητούμενος
ελληνικάell-000καταζητώ
ελληνικάell-000καταθέ
ελληνικάell-000καταθέλγω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάθεμα
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταθεματίζω
ελληνικάell-000καταθεμένος
ελληνικάell-000κατάθεση
ελληνικάell-000κατάθεση <Term Type>Context-dependent
ελληνικάell-000κατάθεση δικαστική
ελληνικάell-000κατάθεση χρημάτων
ελληνικάell-000καταθέτης
ελληνικάell-000καταθέτομαι
ελληνικάell-000καταθέτω
ελληνικάell-000καταθετώ
ελληνικάell-000καταθέτω πάλι
ελληνικάell-000καταθέτω σαν μάρτυρας
ελληνικάell-000καταθέτω τα όπλα
τσακώνικαtsd-001καταθιού
ελληνικάell-000καταθλίβω
ελληνικάell-000καταθλιπτικά
ελληνικάell-000καταθλιπτικός
ελληνικάell-000καταθλιπτικότης
ελληνικάell-000καταθλιπτικότητα
ελληνικάell-000κατάθλιψη
ελληνικάell-000καταθλιψη
ελληνικάell-000καταθορύβηση
ελληνικάell-000καταθορυβώ
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταθρηνέω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταθύμιος
ελληνικάell-000καταιγίδα
ελληνικάell-000καταιγίδα με κεραυνούς
ελληνικάell-000καταιγισμός
ελληνικάell-000καταιγισμός πυρός
ελληνικάell-000καταιγισμός πυρών
ελληνικάell-000καταιγιστικό πυρ
ελληνικάell-000καταιγιστικός
ελληνικάell-000καταϊδρωμένος
ελληνικάell-000καταιόνηση
ελληνικάell-000καταιονητήρας
ελληνικάell-000καταιονισμός
ελληνικάell-000καταισχύνη
ελληνικάell-000καταισχύνω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταισχύνω
ελληνικάell-000καταισχύνων
ελληνικάell-000κατά ισχυρισμόν
ελληνικάell-000κατ' αίτηση
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000Κατὰ Ἰωάννην
ελληνικάell-000Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον
ελληνικάell-000κατακάθημαι
ελληνικάell-000κατακάθι
ελληνικάell-000κατακάθια
ελληνικάell-000κατακαθίζω
ελληνικάell-000κατακαθίσματα
ελληνικάell-000κατακάθομα
ελληνικάell-000κατακάθομαι
ελληνικάell-000κατακαίγομαι
ελληνικάell-000κατακαίομαι
ελληνικάell-000κατά καιρούς
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακαίω
ελληνικάell-000κατακαλόκαιρο
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακαλύπτομαι
ελληνικάell-000Κατακάνα
ελληνικάell-000κατακάνα
ελληνικάell-000κατακάνα koko σε τετράγωνο
ελληνικάell-000κατακάνα sa σε τετράγωνο
ελληνικάell-000Κατακάνα ή Χιραγκάνα
ελληνικάell-000κατά κανόνα
ελληνικάell-000κατά κανόνας
ελληνικάell-000κατάκαρδα
ελληνικάell-000κατάκαυση
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακαυχάομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατά=κειμαι
ελληνικάell-000κατάκειμαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάκειμαι
ελληνικάell-000κατακείμενος
ελληνικάell-000κατακεραυνώνομαι
ελληνικάell-000κατακεραυνώνω
ελληνικάell-000κατακερματίζω
ελληνικάell-000κατακερματισμένος
ελληνικάell-000κατακερματισμός
ελληνικάell-000κατακέφαλα
ελληνικάell-000κατά κεφαλή
ελληνικάell-000κατά κεφαλή κατανάλωση
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατὰ κεφαλῆς ἔχω
ελληνικάell-000κατακεφαλιά
τσακώνικαtsd-001κατακιανούμενε
τσακώνικαtsd-001κατακίνου
ελληνικάell-000κατακίτρινος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακλάω
ελληνικάell-000κατακλέβω
ελληνικάell-000κατακλείδα
ελληνικάell-000κατακλείδι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακλείς
ελληνικάell-000κατάκλειστος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακλείω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακληρονομέω
ελληνικάell-000κατακλίνομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακλίνομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακλίνω
ελληνικάell-000κατάκλιση
ελληνικάell-000κατακλύζομαι
ελληνικάell-000κατακλύζω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακλύζω
ελληνικάell-000κατακλύζω αγαθός
ελληνικάell-000κατακλύζω αιφνιδιάζω
ελληνικάell-000κατακλύζω αλέτρι
ελληνικάell-000κατακλύζω αλίσκομαι
ελληνικάell-000κατακλύζω ανακριτού
ελληνικάell-000κατακλύζω αναμμένος
ελληνικάell-000κατακλύζω βάση
ελληνικάell-000κατακλύζω γυμνάζομαι
ελληνικάell-000κατακλύζω δένω
ελληνικάell-000κατακλύζω καλύπτω
ελληνικάell-000κατακλύζω με κόσμο
ελληνικάell-000κατακλύζω μπάλα
ελληνικάell-000κατακλύζων
ελληνικάell-000κατάκλυση/πλημύριση/επίπλευση/υπερχείλιση
ελληνικάell-000κατακλυσμιαίος
ελληνικάell-000κατακλυσμικός
ελληνικάell-000κατακλυσμός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακλυσμός
ελληνικάell-000κατακλυσμός αβαρής
ελληνικάell-000Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα
τσακώνικαtsd-001κατακνία
ελληνικάell-000κατακόβω
ελληνικάell-000κατάκοιτος
ελληνικάell-000κατακόκκινα
ελληνικάell-000κατακόκκινος
ελληνικάell-000κατακόκκινος από θυμό
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακολουθέω
ελληνικάell-000κατ’ακολουθία
ελληνικάell-000κατ’ ακολουθίαν
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακολυμβάω
ελληνικάell-000κατακόμβες
ελληνικάell-000κατακόμβη
ελληνικάell-000κατακομματιάζω
ελληνικάell-000κατάκοπος
ελληνικάell-000κατακόπτω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακόπτω
ελληνικάell-000κατά κόρον
ελληνικάell-000κατα κόρον
ελληνικάell-000κατακόρυφα
ελληνικάell-000κατακόρυφη γραμμή
ελληνικάell-000κατακόρυφη γραμμή χάρτου
ελληνικάell-000κατακόρυφη δοκός
ελληνικάell-000κατακόρυφη επιφάνεια
ελληνικάell-000κατακόρυφη μετατόπιση
ελληνικάell-000κατακόρυφο
ελληνικάell-000κατακόρυφο δράπανο
ελληνικάell-000κατακόρυφοι
ελληνικάell-000κατακόρυφο κλάσμα
ελληνικάell-000κατακόρυφο πέτρινο χώρισμα παραθύρων
ελληνικάell-000κατακόρυφο πλάνισμα
ελληνικάell-000κατακόρυφος
ελληνικάell-000κατακόρυφος διαχωρισμός
ελληνικάell-000κατακόρυφος πλάνη
ελληνικάell-000κατακόρυφος προσανατολισμός
ελληνικάell-000κατακόρυφο στοιχείο
ελληνικάell-000κατακορύφως
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακόρως
ελληνικάell-000κατακοσμώ
ελληνικάell-000κατακουράζομαι
ελληνικάell-000κατακουράζω
ελληνικάell-000κατακουρασμένος
τσακώνικαtsd-001κατακόφου
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακρατέω
ελληνικάell-000κατακράτηση
ελληνικάell-000κατά κράτος
ελληνικάell-000κατακρατώ
ελληνικάell-000κατακραυγή
ελληνικάell-000κατακρεούργηση
ελληνικάell-000κατακρεουργώ
ελληνικάell-000κατακρημνίζω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατακρημνίζω


PanLex

PanLex-PanLinx