PanLinx

ελληνικάell-000κατανεμημένη επεξεργασία
ελληνικάell-000Κατανεμημένο μοντέλο αντικειμένων στοιχείων (COM)
ελληνικάell-000κατανεμημένος
ελληνικάell-000κατανεμητής
ελληνικάell-000κατανέμομαι
ελληνικάell-000κατανέμοντας
ελληνικάell-000κατανέμω
ελληνικάell-000κατάνευση
ελληνικάell-000κατανεύω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατανεύω
ελληνικάell-000Κατάνη
ελληνικάell-000Κατάνια
ελληνικάell-000κατανικώ
τσακώνικαtsd-001κατανιτούνου
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατανοέω
ελληνικάell-000κατανόηση
ελληνικάell-000κατανόηση κειμένου
ελληνικάell-000κατανοητός
ελληνικάell-000κατανομές
ελληνικάell-000κατανομή
ελληνικάell-000κατανομή Bernoulli
ελληνικάell-000κατανομή ανά απασχολούμενο άτομο
ελληνικάell-000κατανομή αρμοδιοτήτων
ελληνικάell-000κατανομή βάρους
ελληνικάell-000κατανομή δείγματος
ελληνικάell-000κατανομή κατά ηλικία
ελληνικάell-000κατανομή κατά κεφαλή
ελληνικάell-000κατανομή κατά φύλο
ελληνικάell-000κατανομή πιθανοτήτων Poisson
ελληνικάell-000κατανομή πληθυσμού
ελληνικάell-000κατανομή συχνοτήτων
ελληνικάell-000κατανομή της αγοράς
ελληνικάell-000κατανομή της εργασίας
ελληνικάell-000κατανομή της παραγωγής
ελληνικάell-000κατανομή της χρηματοδότησης της ΕΕ
ελληνικάell-000κατανομή του εισοδήματος
ελληνικάell-000κατανομή του πλούτου
ελληνικάell-000κατανομή των εδρών
ελληνικάell-000κατανομή των ενισχύσεων
ελληνικάell-000κατανομή των ψήφων
ελληνικάell-000κατανοούμαι
ελληνικάell-000κατά νου
ελληνικάell-000κατ’ ανοχήν
ελληνικάell-000κατανοώ
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταντάω
ελληνικάell-000κατάντημα
ελληνικάell-000κατάντι
ελληνικάell-000κατάντια
ελληνικάell-000καταντία
ελληνικάell-000κατ’ αντίθεση
ελληνικάell-000κατάντικρυ
ελληνικάell-000καταντίπ
ελληνικάell-000κατ’ αντιπαραβολή
ελληνικάell-000καταντροπιάζομαι
ελληνικάell-000καταντροπιάζω
ελληνικάell-000καταντώ
ελληνικάell-000κατανυκτικά
ελληνικάell-000κατανυκτικός
ελληνικάell-000κατάνυξη
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάνυξις
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατανύσσομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατανύσσομαι τὴν καρδίαν
ελληνικάell-000κατάξερος
ελληνικάell-000καταξεσκίζω
τσακώνικαtsd-001καταξεστζίζου
ελληνικάell-000κατά ξηρά
ελληνικάell-000κατάξηρος
ελληνικάell-000κατ’ αξίαν ιδιότητα
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταξιόω
ελληνικάell-000καταξιωμένος
ελληνικάell-000καταξιώνομαι
ελληνικάell-000καταξιώνω
ελληνικάell-000καταξίωση
τσακώνικαtsd-001καταξοδέγγου
ελληνικάell-000καταξοδεύομαι
ελληνικάell-000καταξοδεύω
τσακώνικαtsd-001καταό
ελληνικάell-000κατά οίκον
ελληνικάell-000κατά ολοκληρίαν
ελληνικάell-000Καταονία
τσακώνικαtsd-001καταού
τσακώνικαtsd-001καταπά
ελληνικάell-000καταπακτή
ελληνικάell-000καταπάνω
ελληνικάell-000κατά πάσα πιθανότητα
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπατέω
ελληνικάell-000καταπατημένος
ελληνικάell-000καταπατήσει
ελληνικάell-000καταπάτηση
ελληνικάell-000καταπατητής
ελληνικάell-000καταπατώ
ελληνικάell-000καταπατών
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάπαυμα
ελληνικάell-000κατάπαυση
ελληνικάell-000κατάπαυση εχθροπραξιών
ελληνικάell-000κατάπαυση πυρός
ελληνικάell-000κατάπαυση του πυρός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάπαυσις
ελληνικάell-000καταπαύω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπαύω
τσακώνικαtsd-001καταπάφου
ελληνικάell-000καταπείζω
ελληνικάell-000καταπείθω
ελληνικάell-000καταπείθων
ελληνικάell-000κατάπειση
ελληνικάell-000καταπειστός
ελληνικάell-000καταπέλτης
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπέλτης
ελληνικάell-000καταπέμπομαι
ελληνικάell-000καταπέμπω
ελληνικάell-000κατά περίεργο τρόπο
ελληνικάell-000κατά περίπτωση
ελληνικάell-000κατά περίσταση
ελληνικάell-000καταπέτασμα
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπέτασμα
ελληνικάell-000καταπέφτω
ελληνικάell-000καταπιάνομαι
ελληνικάell-000καταπιέζομαι
ελληνικάell-000καταπιεζόμενος
ελληνικάell-000καταπιέζω
ελληνικάell-000καταπιεζω
ελληνικάell-000καταπίεση
ελληνικάell-000καταπιεσμένος
ελληνικάell-000καταπιεστής
ελληνικάell-000καταπιεστική κυβέρνηση
ελληνικάell-000καταπιεστικοί νόμοι
ελληνικάell-000καταπιεστικός
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπίμπλημι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπίμπρημι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπίνομαι λύπω
ελληνικάell-000καταπίνω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπίνω
ελληνικάell-000καταπινω
ελληνικάell-000καταπίνων
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπιπράσκω
ελληνικάell-000καταπίπτω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπίπτω
ελληνικάell-000καταπιπτω
ελληνικάell-000καταπίπτων
ελληνικάell-000καταπίστευμα
ελληνικάell-000καταπιστευματοδέκτης
ελληνικάell-000καταπιστευματοδόχος
ελληνικάell-000καταπίστευση
ελληνικάell-000καταπίτπω
ελληνικάell-000καταπλακώνω
ελληνικάell-000κατάπλασμα
ελληνικάell-000κατάπλασμα σιναπόσπορου
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπλάσσω
ελληνικάell-000κατά πλάτος
ελληνικάell-000κατα πλειοψηφίαν
ελληνικάell-000καταπλέω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπλέω
ελληνικάell-000καταπληκτικά
ελληνικάell-000κατάπληκτικη επιτυχία
ελληνικάell-000καταπληκτικό
ελληνικάell-000καταπληκτικός
ελληνικάell-000καταπληκτικότης
ελληνικάell-000καταπληκτικότητα
ελληνικάell-000καταπληκτικώς
ελληνικάell-000κατάπληκτος
ελληνικάell-000κατάπληξη
ελληνικάell-000κατάπληξη από φόβο
ελληνικάell-000καταπλήσσω
ελληνικάell-000καταπλήττω
ελληνικάell-000κατάπλους
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπνέω
ελληνικάell-000καταπνίγομαι
ελληνικάell-000καταπνίγω
ελληνικάell-000καταπνίγων
ελληνικάell-000καταπνίγω στην αρχή
ελληνικάell-000καταπνικτικός
ελληνικάell-000καταπνικτικότης
ελληνικάell-000καταπνικτικότητα
ελληνικάell-000κατάπνιξη
τσακώνικαtsd-001καταπογκίζου
τσακώνικαtsd-001καταπογκισμό
ελληνικάell-000καταπόδι
ελληνικάell-000κατ’ αποκοπή φόρος
ελληνικάell-000καταπολέμηση
ελληνικάell-000καταπολέμηση ανεργίας
ελληνικάell-000καταπολέμηση της ανεργίας
ελληνικάell-000καταπολέμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς
ελληνικάell-000καταπολέμηση της ρύπανσης
ελληνικάell-000καταπολέμηση του εγκλήματος
ελληνικάell-000καταπολέμηση των εντόμων
ελληνικάell-000καταπολέμηση των ναρκών
ελληνικάell-000καταπολέμηση των πυρκαγιών
ελληνικάell-000καταπολεμούμαι
ελληνικάell-000καταπολεμώ
ελληνικάell-000κατά πολύ
ελληνικάell-000κατά πολύ αγγίζω
ελληνικάell-000κατά πολύ αλλού
ελληνικάell-000κατά πολύ ανάμεσα
ελληνικάell-000κατά πολύ αναστρέφω
ελληνικάell-000κατά πολύ αποδίδω
ελληνικάell-000κατά πολύ άριστα
ελληνικάell-000κατά πολύ βλέπων
ελληνικάell-000κατά πολύ γνωμικό
ελληνικάell-000κατά πολύ διάσημος
ελληνικάell-000κατ' απομίμηση
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπονέομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπονέω
ελληνικάell-000καταπονημένος
ελληνικάell-000καταπόνηση
ελληνικάell-000καταπονητικός
ελληνικάell-000καταπονούμαι
ελληνικάell-000καταποντίζομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταποντίζομαι
ελληνικάell-000καταποντίζω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταποντίζω
ελληνικάell-000καταπόντιση
ελληνικάell-000καταποντισμός
ελληνικάell-000καταπονώ
ελληνικάell-000κατάποση
ελληνικάell-000καταπόσιμος
ελληνικάell-000κατά πόσο
ελληνικάell-000καταπότι
ελληνικάell-000καταπότιο
ελληνικάell-000καταπράσινος
ελληνικάell-000καταπράυνση
ελληνικάell-000καταπραϋντικό
ελληνικάell-000καταπραϋντικός
ελληνικάell-000καταπραΰνω
ελληνικάell-000καταπραϋνω
ελληνικάell-000καταπραύνω
ελληνικάell-000καταπραΰνων
ελληνικάell-000κατά προσέγγιση
ελληνικάell-000καταπρόσωπο
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατὰ πρόσωπον
ελληνικάell-000κατά προτίμηση
ελληνικάell-000κατά προτίμησιν
ελληνικάell-000κατάπρυμα
ελληνικάell-000κατά πρώτο
ελληνικάell-000κατά πρώτο λόγο
ελληνικάell-000κατα πρώτον
ελληνικάell-000καταπτοήμενος
ελληνικάell-000κατάπτυστος
ελληνικάell-000καταπτύω
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταπτύω
ελληνικάell-000κατάπτωση
ελληνικάell-000κατάπτωση ηθικού
ελληνικάell-000Κατάρ
ελληνικάell-000κατάρα
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000κατάρα
τσακώνικαtsd-001κατάρα
ελληνικάell-000καταραμένος
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταράομαι
τσακώνικαtsd-001καταρατέ
ελληνικάell-000καταράχι
ελληνικάell-000καταράχτης
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταργέομαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταργέω
ελληνικάell-000κατάργηση
ελληνικάell-000Κατάργηση από αυτή τη συνομιλία
ελληνικάell-000Κατάργηση από τη διάσκεψη
ελληνικάell-000Κατάργηση από την ομάδα
ελληνικάell-000κατάργηση εγκατάστασης
ελληνικάell-000κατάργηση εθνικοποίησης
ελληνικάell-000κατάργηση θέσεων απασχόλησης
ελληνικάell-000κατάργηση κατάταξης
ελληνικάell-000κατάργηση κοινής χρήσης
ελληνικάell-000κατάργηση μονταρίσματος
ελληνικάell-000κατάργηση νόμου
ελληνικάell-000κατάργηση στάθμισης
ελληνικάell-000κατάργηση στοίβας
ελληνικάell-000Κατάργηση συσχέτισης
ελληνικάell-000κατάργηση των δασμών
ελληνικάell-000κατάργηση των νομοθετικών ρυθμίσεων
ελληνικάell-000κατάργηση υπογραφής
ελληνικάell-000καταργήσιμος
ελληνικάell-000καταργήτης
ελληνικάell-000καταργούμαι
ελληνικάell-000καταργώ
ελληνικάell-000καταργώ τη δουλεία
ελληνικάell-000καταριέμαι
ἑλληνικὴ γλῶτταgrc-000καταριθμέομαι
τσακώνικαtsd-001κατάρκαδα
τσακώνικαtsd-001κατάρκι
τσακώνικαtsd-001καταρούμενε
ελληνικάell-000καταρράκτης
ελληνικάell-000Καταρράκτης Αχαΐας
ελληνικάell-000καταρράκτης του Νιαγάρα
ελληνικάell-000καταρρακτώδης
ελληνικάell-000καταρρακωμένος
ελληνικάell-000καταρρακώνομαι
ελληνικάell-000καταρρακώνω
ελληνικάell-000καταρράκωση
τσακώνικαtsd-001καταρραχία
τσακώνικαtsd-001καταρράχτα
ελληνικάell-000καταρράχτης
ελληνικάell-000κατάρρευση
ελληνικάell-000κατάρρευση συστήματος
ελληνικάell-000κατάρρευση/υποχώρηση/καταβύθιση/καθίζηση/πύκνωση
ελληνικάell-000καταρρέω
ελληνικάell-000καταρρίπτω


PanLex

PanLex-PanLinx